Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολωνέζα οι πολωνέζες
      γενική της πολωνέζας
    αιτιατική την πολωνέζα τις πολωνέζες
     κλητική πολωνέζα πολωνέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολωνέζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική polonaise

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολωνέζα θηλυκό

  1. (χορός) πολωνικός χορός σε τριμερή ρυθμό
  2. η μουσική γι' αυτόν το χορό
    οι σουίτες του Μπαχ περιλαμβάνουν και πολωνέζες
    οι πιο γνωστές πολωνέζες, είναι οι πολωνέζ του Σοπέν, για πιάνο

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Οι έλληνες μουσικοί χρησιμοποιούν πιο συχνά τον γαλλικό όρο, με γαλλική προφορά (/pɔlɔˈnɛz/), ίδια για τον ενικό και τον πληθυντικό.
  • Ο μουσικός όρος “σε στυλ πολωνέζας” αποδίδεi το ιταλικό “alla polacca”.
  • Σε παλαιές παρτιτούρες υπάρχει η παρωχημένη γραφή: πολωναίζες με μεταγραμματισμό της γαλλικής κατάληξης ‑aise (polonaise).
  • Ασυνήθιστη είναι η φωνητική γραφή πολονέζα.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία