πολφεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολφεκτομή < πολφός + εκτομή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pulpectomy)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολφεκτομή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολφεκτομή