Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυχρωμία οι πολυχρωμίες
      γενική της πολυχρωμίας των πολυχρωμιών
    αιτιατική την πολυχρωμία τις πολυχρωμίες
     κλητική πολυχρωμία πολυχρωμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυχρωμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polychromie[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polychromia[1] < ελληνιστική κοινή πολύχρωμος < αρχαία ελληνική πολύχρως

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυχρωμία θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ή κάτι πολύχρωμο(ς), η ιδιότητα του πολύχρωμου
  2. (μεταφορικά) η ποικιλία
  3. (εκτύπωση) εκτυπωτική τεχνική που χρησιμοποιεί ανάμειξη πολλών βασικών χρωμάτων

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 πολυχρωμίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πολυχρωμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας