πολυχρονίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπολυχρονίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολυχρονίζω
- θα πολυχρονίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολυχρονίζω