Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυχρονίζω < ελληνιστική κοινή πολυχρονίζω[1] < αρχαία ελληνική πολύς + χρόνος

  Ρήμα επεξεργασία

πολυχρονίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πολυχρονίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.