Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πολυχρονίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολυχρονίζω
  2. θα πολυχρονίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολυχρονίζω