Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πολυχρονίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πολυχρονίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολυχρονίζω
  3. θα πολυχρονίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολυχρονίζω