πολυτονιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυτονιστής < πολυτονίζω + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυτονιστής αρσενικό (θηλυκό: πολυτονίστρια)
- ο άνθρωπος ή το λογισμικό που πολυτονίζει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πολυτονίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυτονιστής
|