πολυσυσκευασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυσυσκευασία < πολυ- + συσκευασία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multipack (μαρτυρείται από το 1965)[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυσυσκευασία θηλυκό
- πολλαπλή συσκευασία, συσκευασία που αποτελείται από πολλά μέρη
- ↪ Δεν πωλείται μεμονωμένα μέρος πολυσυσκευασίας.
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυσυσκευασία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πολυσυσκευασία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)