πολυπονεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυπονεμένος < μεσαιωνική ελληνική πολυπονεμένος < πολύ και πονεμένος
Μετοχή επεξεργασία
πολυπονεμένος -η -ο
- που έχει υποφέρει πολλά
- μα τι να λέγει η μάννα σου η πολυπονεμένη
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυπονεμένος
|