Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυλειτουργικότητα οι πολυλειτουργικότητες
      γενική της πολυλειτουργικότητας των πολυλειτουργικοτήτων
    αιτιατική την πολυλειτουργικότητα τις πολυλειτουργικότητες
     κλητική πολυλειτουργικότητα πολυλειτουργικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυλειτουργικότητα < πολυλειτουργικ(ός) + -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.li.tuɾ.ʝiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐λει‐τουρ‐γι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυλειτουργικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία