Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυηλεκτρολύτης οι πολυηλεκτρολύτες
      γενική του πολυηλεκτρολύτη των πολυηλεκτρολυτών
    αιτιατική τον πολυηλεκτρολύτη τους πολυηλεκτρολύτες
     κλητική πολυηλεκτρολύτη πολυηλεκτρολύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυηλεκτρολύτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyelectrolyte < αρχαία ελληνική πολύς + ἤλεκτρον + λύτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυηλεκτρολύτης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία