πολυηλεκτρολύτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυηλεκτρολύτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyelectrolyte < αρχαία ελληνική πολύς + ἤλεκτρον + λύτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυηλεκτρολύτης αρσενικό
- (χημεία) χημική ένωση (πολυμερές), η οποία αποτελείται από μακρομοριακές αλυσίδες και η οποία μπορεί να είναι υδατοδιαλυτή, κάτι που την καθιστά χρήσιμη στη βιολογία και στη βιοχημεία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Polyelectrolyte στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυηλεκτρολύτης