Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυεργαλείο τα πολυεργαλεία
      γενική του πολυεργαλείου των πολυεργαλείων
    αιτιατική το πολυεργαλείο τα πολυεργαλεία
     κλητική πολυεργαλείο πολυεργαλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυεργαλείο < πολυ- + εργαλείο, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική multi-tool)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυεργαλείο ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) εργαλείο με πολλά εξαρτήματα ώστε να γίνονται διαφορετικές εργασίες
  2. (αργκό, μεταφορικά) (για ποδοσφαιριστή ή μπασκετμπολίστα) που μπορεί να αγωνιστεί σε περισσότερες από μία θέσεις με την ίδια ευκολία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πολυεργαλείοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)