Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυακετάλη οι πολυακετάλες
      γενική της πολυακετάλης των πολυακεταλών
    αιτιατική την πολυακετάλη τις πολυακετάλες
     κλητική πολυακετάλη πολυακετάλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυακετάλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyacetal < poly- + acetic + alcohol < αρχαία ελληνική πολύς + λατινική acetum + μεσαιωνική λατινική alkohol < αραβική اَلْكُحْل (al-kuḥl: αντιμόνιο) ή αραβική غول (ḡūl: δαίμονας της ερήμου, άσχημη επίδραση, πονοκέφαλος, καταστροφή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυακετάλη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία