πολυακετάλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυακετάλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyacetal < poly- + acetic + alcohol < αρχαία ελληνική πολύς + λατινική acetum + μεσαιωνική λατινική alkohol < αραβική اَلْكُحْل (al-kuḥl: αντιμόνιο) ή αραβική غول (ḡūl: δαίμονας της ερήμου, άσχημη επίδραση, πονοκέφαλος, καταστροφή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυακετάλη θηλυκό
- (χημεία) το πολυοξυμεθυλένιο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Polyoxymethylene στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυακετάλη