πολυαδενία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυαδενία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyadenitis + -ία < αρχαία ελληνική πολύς + ἀδήν
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυαδενία θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυαδενία
|