πολυέξοδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυέξοδος < (ελληνιστική κοινή) πολυέξοδος < πολύς + αρχαία ελληνική ἔξοδος < ὁδός
Επίθετο επεξεργασία
πολυέξοδος, -η, -ο
- που κάνει πολλά έξοδα
- πολυδάπανος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυέξοδος