Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολλαπλάσια < πολλαπλάσιος

  Επίρρημα επεξεργασία

πολλαπλάσια

  • πολλές φορές περισσότερο
    ωφελήθηκε πολλαπλάσια

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πολλαπλάσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πολλαπλάσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πολλαπλάσιος