Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιτειότητα οι πολιτειότητες
      γενική της πολιτειότητας των πολιτειοτήτων
    αιτιατική την πολιτειότητα τις πολιτειότητες
     κλητική πολιτειότητα πολιτειότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιτειότητα < πολιτεί(α) + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική citoyenneté[1]ή αγγλική citizenship[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.tiˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λι‐τει‐ό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολιτειότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 πολιτειότηταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)