Ετυμολογία

επεξεργασία
ποινικοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ποινικοποιώ

ποινικοποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο)

  • για ενέργειες που δεν ενέπιπταν στο κοινό ποινικό δίκαιο, αλλά περιλήφθηκαν σε αυτό και θεωρούνται στο εξής ποινικά κολάσιμες
  • ποινικοποιήθηκε και η σκέψη

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία