Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ποιμαντηρ-
ονομαστική ποιμαντήρ οἱ ποιμαντῆρες
      γενική τοῦ ποιμαντῆρος τῶν ποιμαντήρων
      δοτική τῷ ποιμαντῆρ τοῖς ποιμαντῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ποιμαντῆρ τοὺς ποιμαντῆρᾰς
     κλητική ! ποιμαντήρ ποιμαντῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποιμαντῆρε
γεν-δοτ τοῖν  ποιμαντήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποιμαντήρ < ποιμαίνω, ποιμαν- + -τήρ < ποιμήν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποιμαντήρ αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ποιμήν

  Πηγές επεξεργασία