Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ποδιστηρ-
ονομαστική ποδιστήρ οἱ ποδιστῆρες
      γενική τοῦ ποδιστῆρος τῶν ποδιστήρων
      δοτική τῷ ποδιστῆρ τοῖς ποδιστῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ποδιστῆρ τοὺς ποδιστῆρᾰς
     κλητική ! ποδιστήρ ποδιστῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποδιστῆρε
γεν-δοτ τοῖν  ποδιστήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδιστήρ < ποδίζω, ποδισ- + -τήρ

  Επίθετο επεξεργασία

ποδιστήρ

  1. (ενδυμασία) που μπλέκεται στα πόδια (για μακρύ ρούχο)
    ποδιστήρ πέπλος
  2. (ελληνιστική σημασία , έπιπλο) είδος τρίποδα

  Πηγές επεξεργασία