Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποδεών οἱ ποδεῶνες
      γενική τοῦ ποδεῶνος τῶν ποδεώνων
      δοτική τῷ ποδεῶν τοῖς ποδεῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ποδεῶν τοὺς ποδεῶνᾰς
     κλητική ! ποδεών ποδεῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποδεῶνε
γεν-δοτ τοῖν  ποδεώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδεών < πούς, ποδ- + -εών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποδεών, -ῶνος αρσενικό

  1. τα άκρα δοράς ζώου (όπως τα άκρα της λεοντής του λεονταριού)
  2. το στόμιο ασκού και ο λαιμός του
  3. κάθε στενό τμήμα γης
  4. (ελληνιστική σημασία) κάτω γωνία ιστίου
  5. (ελληνιστική σημασία , στον πληθυντικό, υπόδηση) είδος υποδήματος

  Πηγές επεξεργασία