Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ποίμνιον τὰ ποίμνι
      γενική τοῦ ποιμνίου τῶν ποιμνίων
      δοτική τῷ ποιμνί τοῖς ποιμνίοις
    αιτιατική τὸ ποίμνιον τὰ ποίμνι
     κλητική ! ποίμνιον ποίμνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποιμνίω
γεν-δοτ τοῖν  ποιμνίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποίμνιον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποίμνιον, -ου ουδέτερο

  1. συνώνυμο του ποίμνη: το ποίμνιο (όπως προβάτων)
  2. (ελληνιστική σημασία) το ποίμνιο (οι πιστοί), ένθερμοι οπαδοί

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία