ποίμνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποίμνη | οι | ποίμνες |
γενική | της | ποίμνης | των | ποιμνών |
αιτιατική | την | ποίμνη | τις | ποίμνες |
κλητική | ποίμνη | ποίμνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποίμνη < αρχαία ελληνική ποίμνη < ποιμήν
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpimni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποί‐μνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποίμνη θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (λόγιο) κοπάδι προβάτων ή άλλων ζώων
- (μεταφορικά) (λόγιο) (θρησκεία) οι πιστοί μιας θρησκείας ως σύνολο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποίμνη
|