πνευμονογαστρικό νεύρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πνευμονογαστρικό νεύρο → δείτε τη λέξη πνευμονογαστρικός και νεύρο
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
πνευμονογαστρικό νεύρο ουδέτερο
- (ανατομία) νεύρο του 10ου ζεύγους κρανιακών ή εγκεφαλικών νεύρων
Ταυτόσημο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πνευμονογαστρικό νεύρο
|