πλοιαρχώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
πλοιαρχώ
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλοιαρχώ | πλοιαρχούσα | θα πλοιαρχώ | να πλοιαρχώ | πλοιαρχώντας | |
β' ενικ. | πλοιαρχείς | πλοιαρχούσες | θα πλοιαρχείς | να πλοιαρχείς | (πλοιάρχει) | |
γ' ενικ. | πλοιαρχεί | πλοιαρχούσε | θα πλοιαρχεί | να πλοιαρχεί | ||
α' πληθ. | πλοιαρχούμε | πλοιαρχούσαμε | θα πλοιαρχούμε | να πλοιαρχούμε | ||
β' πληθ. | πλοιαρχείτε | πλοιαρχούσατε | θα πλοιαρχείτε | να πλοιαρχείτε | πλοιαρχείτε | |
γ' πληθ. | πλοιαρχούν(ε) | πλοιαρχούσαν(ε) | θα πλοιαρχούν(ε) | να πλοιαρχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλοιάρχησα | θα πλοιαρχήσω | να πλοιαρχήσω | πλοιαρχήσει | ||
β' ενικ. | πλοιάρχησες | θα πλοιαρχήσεις | να πλοιαρχήσεις | πλοιάρχησε | ||
γ' ενικ. | πλοιάρχησε | θα πλοιαρχήσει | να πλοιαρχήσει | |||
α' πληθ. | πλοιαρχήσαμε | θα πλοιαρχήσουμε | να πλοιαρχήσουμε | |||
β' πληθ. | πλοιαρχήσατε | θα πλοιαρχήσετε | να πλοιαρχήσετε | πλοιαρχήστε | ||
γ' πληθ. | πλοιάρχησαν πλοιαρχήσαν(ε) |
θα πλοιαρχήσουν(ε) | να πλοιαρχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλοιαρχήσει | είχα πλοιαρχήσει | θα έχω πλοιαρχήσει | να έχω πλοιαρχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλοιαρχήσει | είχες πλοιαρχήσει | θα έχεις πλοιαρχήσει | να έχεις πλοιαρχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλοιαρχήσει | είχε πλοιαρχήσει | θα έχει πλοιαρχήσει | να έχει πλοιαρχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλοιαρχήσει | είχαμε πλοιαρχήσει | θα έχουμε πλοιαρχήσει | να έχουμε πλοιαρχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλοιαρχήσει | είχατε πλοιαρχήσει | θα έχετε πλοιαρχήσει | να έχετε πλοιαρχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλοιαρχήσει | είχαν πλοιαρχήσει | θα έχουν πλοιαρχήσει | να έχουν πλοιαρχήσει |
|