↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλησιόσαυρος οι πλησιόσαυροι
      γενική του πλησιόσαυρου
πλησιοσαύρου
των πλησιόσαυρων
πλησιοσαύρων
    αιτιατική τον πλησιόσαυρο τους πλησιόσαυρους
πλησιοσαύρους
     κλητική πλησιόσαυρε πλησιόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αναπαράσταση πλησιόσαυρου.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλησιόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική plesiosaurus < αρχαία ελληνική πλησίον + -ό- + -σαυρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pli.siˈo.sa.vɾos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλησιόσαυρος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία