Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πληρωτής οι πληρωτές
      γενική του πληρωτή των πληρωτών
    αιτιατική τον πληρωτή τους πληρωτές
     κλητική πληρωτή πληρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πληρωτής < αρχαία ελληνική πληρωτής < πληρόω < πλήρης ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική payeur)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πληρωτής αρσενικό (θηλυκό πληρώτρια)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία