Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πληθοπαραγωγή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πληθοπαραγωγ
ή
οι
πληθοπαραγωγ
ές
γενική
της
πληθοπαραγωγ
ής
των
πληθοπαραγωγ
ών
αιτιατική
την
πληθοπαραγωγ
ή
τις
πληθοπαραγωγ
ές
κλητική
πληθοπαραγωγ
ή
πληθοπαραγωγ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πληθοπαραγωγή
<
πλήθος
+
-ο-
+
παραγωγή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πληθοπαραγωγή
θηλυκό
(
οικονομία
,
σπάνιο
) η
παραγωγή
μεγάλης
ποσότητας
ενός
προϊόντος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πληθοπαραγωγή