Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλευρονήκτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Υπώνυμα
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πλευρονήκτ
ης
οι
πλευρονήκτ
ες
γενική
του
πλευρονήκτ
η
των
πλευρονηκτ
ών
αιτιατική
τον
πλευρονήκτ
η
τους
πλευρονήκτ
ες
κλητική
πλευρονήκτ
η
πλευρονήκτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Pleuronectes platessa
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλευρονήκτης
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
Pleuronectes
<
αρχαία ελληνική
πλευρόν
+
νήκτης
(<
νήχω
:
κολυμπώ
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλευρονήκτης
αρσενικό
(
ψάρι
)
είδος
εδώδιμου
ψαριού
με
πεπλατυσμένο
σώμα
και τα
μάτια
στο
πλάι
, που ζει σε βαθιά νερά
Συνώνυμα
επεξεργασία
πησσί
Υπώνυμα
επεξεργασία
χωματίδα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
γλώσσα
καλκάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλευρονήκτης
αγγλικά
:
flatfish
(en)
γαλλικά
:
carrelet
(fr)