Δείτε επίσης: πλατυσμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλατύσωμος η πλατύσωμη το πλατύσωμο
      γενική του πλατύσωμου της πλατύσωμης του πλατύσωμου
    αιτιατική τον πλατύσωμο την πλατύσωμη το πλατύσωμο
     κλητική πλατύσωμε πλατύσωμη πλατύσωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλατύσωμοι οι πλατύσωμες τα πλατύσωμα
      γενική των πλατύσωμων των πλατύσωμων των πλατύσωμων
    αιτιατική τους πλατύσωμους τις πλατύσωμες τα πλατύσωμα
     κλητική πλατύσωμοι πλατύσωμες πλατύσωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατύσωμος < πλατύ- / πλατύς + -σωμος / σώμα

  Επίθετο επεξεργασία

πλατύσωμος, -η, -ο

  • που έχει πλατύ σώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία