πλαστικοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλαστικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλαστικοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
πλαστικοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πλαστικοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλαστικοποιημένος
|