Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαστίνη οι πλαστίνες
      γενική της πλαστίνης των πλαστινών
    αιτιατική την πλαστίνη τις πλαστίνες
     κλητική πλαστίνη πλαστίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαστίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ρlastin < Μορφολογικά αναλύεται σε θέμα πλαστ- του ρήματος πλάθω + -ίνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλαστίνη θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία