λευκωματώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λευκωματώδης < ελληνιστική κοινή λευκωματώδης < αρχαία ελληνική λεύκωμα
Επίθετο επεξεργασία
λευκωματώδης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λευκωματώδης
|
λευκωματώδης
|