πλασιέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /plaˈsçe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐σιέ
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλασιέ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα) ο εμπορικός αντιπρόσωπος που επιδεικνύει και πουλάει διάφορα προϊόντα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- (μεσαιωνικά ελληνικά) πλασιέρης (βοηθός δικαστή)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πλασιέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.