πλανάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλανάρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
πλανάρω
- για σκάφος που ταξιδεύει με μεγάλη ταχύτητα του οποίου η γάστρα αγγίζει οριακά την επιφάνεια του νερού.
- γλιστρώ, κινούμαι ομαλά και αβίαστα