πλακώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλακώδης | η | πλακώδης | το | πλακώδες |
γενική | του | πλακώδους | της | πλακώδους | του | πλακώδους |
αιτιατική | τον | πλακώδη | την | πλακώδη | το | πλακώδες |
κλητική | πλακώδη(ς) | πλακώδης | πλακώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλακώδεις | οι | πλακώδεις | τα | πλακώδη |
γενική | των | πλακωδών | των | πλακωδών | των | πλακωδών |
αιτιατική | τους | πλακώδεις | τις | πλακώδεις | τα | πλακώδη |
κλητική | πλακώδεις | πλακώδεις | πλακώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλακώδης < αρχαία ελληνική πλακώδης < πλάξ + εἶδος
Επίθετο επεξεργασία
πλακώδης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλακώδης
|
Πηγές επεξεργασία
- πλακώδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πλακώδης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)