↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλακουντιακός η πλακουντιακή το πλακουντιακό
      γενική του πλακουντιακού της πλακουντιακής του πλακουντιακού
    αιτιατική τον πλακουντιακό την πλακουντιακή το πλακουντιακό
     κλητική πλακουντιακέ πλακουντιακή πλακουντιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλακουντιακοί οι πλακουντιακές τα πλακουντιακά
      γενική των πλακουντιακών των πλακουντιακών των πλακουντιακών
    αιτιατική τους πλακουντιακούς τις πλακουντιακές τα πλακουντιακά
     κλητική πλακουντιακοί πλακουντιακές πλακουντιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλακουντιακός < πλακούντας + -ιακός

  Επίθετο

επεξεργασία

πλακουντιακός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία