Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλαισιωμένος η πλαισιωμένη το πλαισιωμένο
      γενική του πλαισιωμένου της πλαισιωμένης του πλαισιωμένου
    αιτιατική τον πλαισιωμένο την πλαισιωμένη το πλαισιωμένο
     κλητική πλαισιωμένε πλαισιωμένη πλαισιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλαισιωμένοι οι πλαισιωμένες τα πλαισιωμένα
      γενική των πλαισιωμένων των πλαισιωμένων των πλαισιωμένων
    αιτιατική τους πλαισιωμένους τις πλαισιωμένες τα πλαισιωμένα
     κλητική πλαισιωμένοι πλαισιωμένες πλαισιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

πλαισιωμένος, -η, -ο



  Μεταφράσεις επεξεργασία