πλήθιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλήθιος | η | πλήθια | το | πλήθιο |
γενική | του | πλήθιου | της | πλήθιας | του | πλήθιου |
αιτιατική | τον | πλήθιο | την | πλήθια | το | πλήθιο |
κλητική | πλήθιε | πλήθια | πλήθιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλήθιοι | οι | πλήθιες | τα | πλήθια |
γενική | των | πλήθιων | των | πλήθιων | των | πλήθιων |
αιτιατική | τους | πλήθιους | τις | πλήθιες | τα | πλήθια |
κλητική | πλήθιοι | πλήθιες | πλήθια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πλήθιος
- (σπάνιο) πολυπληθής
- (ουσιαστικοποιημένο) πλήθια: τα πλήθη
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλήθος
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλήθιος
|