Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πιστωτικός λογαριασμός (οικονομία)

  1. λογαριασμός σε τράπεζα
    1. που δεν είναι απλά χρεωστικός αλλά επιτρέπει δόσεις ακόμα και με χρήματα που δεν υπάρχουν ακόμα, όμως υπάρχει πίστη επί αυτών (βεβαίωση μισθοδοσίας, φορολογική δήλωση)·
    2. που επιτρέπει στον κάτοχό του να δανειστεί χρήματα
  2. επιστροφή χρημάτων ή πίστωση για μελλοντικό, επόμενο λογαριασμό (π.χ. ρεύματος) ή αγορά

Δείτε επίσης επεξεργασία