Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιράνχα < αγγλική piranha < πορτογαλική piranha < τούπι pirá (ψάρι) + (ίσως) sanha / sainha (δόντι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιράνχα ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία