Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιξελιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πιξελιασμέν
ος
η
πιξελιασμέν
η
το
πιξελιασμέν
ο
γενική
του
πιξελιασμέν
ου
της
πιξελιασμέν
ης
του
πιξελιασμέν
ου
αιτιατική
τον
πιξελιασμέν
ο
την
πιξελιασμέν
η
το
πιξελιασμέν
ο
κλητική
πιξελιασμέν
ε
πιξελιασμέν
η
πιξελιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πιξελιασμέν
οι
οι
πιξελιασμέν
ες
τα
πιξελιασμέν
α
γενική
των
πιξελιασμέν
ων
των
πιξελιασμέν
ων
των
πιξελιασμέν
ων
αιτιατική
τους
πιξελιασμέν
ους
τις
πιξελιασμέν
ες
τα
πιξελιασμέν
α
κλητική
πιξελιασμέν
οι
πιξελιασμέν
ες
πιξελιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πιξελιασμένος
(
τεχνολογία
) που έχει εμφανή
pixel
(
εικονοστοιχεία
)
(
κατ’ επέκταση
) αυτός που είναι θολός ή με θολά ή σαφή τετράγωνα μοτίβα