Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πινακοθήκη οι πινακοθήκες
      γενική της πινακοθήκης των πινακοθηκών
    αιτιατική την πινακοθήκη τις πινακοθήκες
     κλητική πινακοθήκη πινακοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αίθουσα πινακοθήκης.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πινακοθήκη < (αντιδάνειο) λόγιο δάνειο από τη γερμανική Pinakothek < ελληνιστική κοινή πινακοθήκη [1] < αρχαία ελληνική πίναξ, πινακ- + -ο- + -θήκη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.na.koˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐να‐κο‐θή‐κη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πινακοθήκη θηλυκό

  1. (ζωγραφική) χώρος (μόνιμης) έκθεσης πινάκων ζωγραφικής
     συνώνυμα: γκαλερί
  2. (συνεκδοχικά) το σύνολο των πινάκων ζωγραφικής που εκτίθενται στον ως άνω χώρο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πῐνᾰκοθήκα-
ονομαστική πινακοθήκη αἱ πινακοθῆκαι
      γενική τῆς πινακοθήκης τῶν πινακοθηκῶν
      δοτική τῇ πινακοθήκ ταῖς πινακοθήκαις
    αιτιατική τὴν πινακοθήκην τὰς πινακοθήκᾱς
     κλητική ! πινακοθήκη πινακοθῆκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πινακοθήκ
γεν-δοτ τοῖν  πινακοθήκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πινακοθήκη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πίναξ, πινακ- + -ο- + -θήκη (< τίθημι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πινακοθήκη θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία