πινάκλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πινάκλ < λόγιο δάνειο από την αγγλική pinochle με γαλλική προφορά όπως τα γαλλικά δάνεια [1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πινάκλ ουδέτερο άκλιτο
- (χαρτοπαίγνιο) είδος χαρτοπαιχτικού παιχνιδιού, στο οποίο χρησιμοποιούνται 48 τραπουλόχαρτα και το οποίο παίζεται από 2-4 άτομα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πινάκλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας