Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πινάκλ < λόγιο δάνειο από την αγγλική pinochle με γαλλική προφορά όπως τα γαλλικά δάνεια [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈnakl/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πινάκλ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία