πιλοτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιλοτήριο ουδέτερο
- ο χώρος που βρίσκονται τα χειριστήρια πλοήγησης, ο πιλότος και ενδεχομένως μέλη του πληρώματος ενός σκάφους: αεροσκάφους, πλοίου κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πιλότος
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιλοτήριο
|