πιλοτάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιλοτάρω < ιταλική pilotare < μεσαιωνική λατινική pilotus μεσαιωνική λατινική pedota < αρχαία ελληνική πηδόν (αντιδάνειο) < πούς
Ρήμα επεξεργασία
πιλοτάρω
Συγγενικά επεξεργασία
- πιλοτάρισμα
- → δείτε τη λέξη πιλότος