πικόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πικόμετρο | τα | πικόμετρα |
γενική | του | πικόμετρου & πικομέτρου |
των | πικόμετρων & πικομέτρων |
αιτιατική | το | πικόμετρο | τα | πικόμετρα |
κλητική | πικόμετρο | πικόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πικόμετρο < pico- < ιταλική piccolo + λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metre < αρχαία ελληνική μέτρον
Ουσιαστικό επεξεργασία
πικόμετρο ουδέτερο
- (μαθηματικά) υποδιαίρεση του μέτρου, ίσο με 10-12 μέτρα (ένα τρισεκατομμυριοστό του μέτρου)· σύμβολο: pm
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μέτρο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πικόμετρο στη Βικιπαίδεια