Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιθανότατος η πιθανότατη το πιθανότατο
      γενική του πιθανότατου της πιθανότατης του πιθανότατου
    αιτιατική τον πιθανότατο την πιθανότατη το πιθανότατο
     κλητική πιθανότατε πιθανότατη πιθανότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιθανότατοι οι πιθανότατες τα πιθανότατα
      γενική των πιθανότατων των πιθανότατων των πιθανότατων
    αιτιατική τους πιθανότατους τις πιθανότατες τα πιθανότατα
     κλητική πιθανότατοι πιθανότατες πιθανότατα
ο πληθ. του ουδετέρου χρησιμοποιείται σπάνια
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιθανότατος < πιθαν(ός) + -ότατος

  Επίθετο επεξεργασία

πιθανότατος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία