πιγμέντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιγμέντο | τα | πιγμέντα |
γενική | του | πιγμέντου | των | πιγμέντων |
αιτιατική | το | πιγμέντο | τα | πιγμέντα |
κλητική | πιγμέντο | πιγμέντα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιγμέντο ουδέτερο
- (τεχνολογία, χημεία) η χρωστική
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Χρωστική στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιγμέντο
|